κτησίππου

κτησίππου
κτήσιππος
possessing horses
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κτησίππου — Κτήσιππος possessing horses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αστυδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά των Δολόπων Αμύντορα, μητέρα του Τληπόλεμου ή του Κτήσιππου. Στον Όμηρο η μητέρα του Τληπόλεμου ονομάζεται Αστυόχεια, ενώ στον Απολλόδωρο Αστυόχη. 2. Γυναίκα του Άκαστου, βασιλιά της Ιωλκού. Η A.… …   Dictionary of Greek

  • Λεπτίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος πολιτικός (; – περ. 345 π.Χ.). Το 356 πρότεινε να καταργηθούν όλες οι φορολογικές απαλλαγές οι οποίες είχαν χορηγηθεί στο παρελθόν ως ανταμοιβή για δημόσιες υπηρεσίες. Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε …   Dictionary of Greek

  • Χαβρίας — Στρατηγός της αρχαίας Αθήνας, γιος του Κτησίππου, που ήκμασε στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. Το 392 οργάνωσε επιδρομή κατά της Λακωνικής και το 388 βοήθησε στην κατάληψη της Αίγινας από τους Αθηναίους, σκοτώνοντας σε ενέδρα τον Σπαρτιάτη αρμοστή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”